τουμπάρω — τουμπάρω, τούμπαρα και τουμπάρισα, τουμπαρισμένος βλ. πίν. 53 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τουμπάρω — και τουμπέρνω τουμπάρισα και τούμπαρα, τουμπαρίστηκα, τουμπαρισμένος 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω κάτι: Τουμπάρισε την κούρσα του. 2. μτφ., κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη προς ζημία του: Τον τούμπαρε ο απατεώνας. 3. αμτβ., ανατρέπομαι, αναποδογυρίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τουμπέρνω — τουμπάρω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακυμβαλιάζω — ἀνακυμβαλιάζω (Α) [κύμβαλον] ανατρέπομαι με γδούπο, τουμπάρω … Dictionary of Greek
αντιπεριφέρω — ἀντιπεριφέρω (Μ) μεταπείθω κάποιον, τον τουμπάρω … Dictionary of Greek
κουτρουβαλιάζω — [κουτρουβάλα] κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει με το κεφάλι προς τα κάτω, ανατρέπω βίαια, τουμπάρω … Dictionary of Greek
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
τουμπάρισμα — το, Ν [τουμπάρω] αναποδογύρισμα … Dictionary of Greek
τουμπέρνω — Ν βλ. τουμπάρω … Dictionary of Greek